υποψομαι

υποψομαι
    ὑπόψομαι
    fut. к ὑφοράω См. υφοραω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υποψομαι" в других словарях:

  • ὑπόψομαι — ὑφοράω look at from below aor subj mid 1st sg (epic) ὑφοράω look at from below fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόψιος — ον, Α 1. αυτός τον οποίο βλέπει κανείς με υποψία 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τα μάτια κάποιου, δηλαδή είναι ορατός, φανερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υποψ τού ρ. ὑφορῶ (πρβλ. μέλλ. ὑπόψομαι) + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»